- σχηματουργίᾳ
- σχηματουργίᾱͅ , σχηματουργίαconfigurationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχηματουργία — ἡ, Α [σχηματουργοῡμαι] 1. διαμόρφωση, πρόσληψη σχήματος 2. συμβολισμός 3. (για αστέρες) σύμπλεγμα αστέρων … Dictionary of Greek
σχηματουργίας — σχηματουργίᾱς , σχηματουργία configuration fem acc pl σχηματουργίᾱς , σχηματουργία configuration fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)